περιδίνησις
Смотреть что такое "περιδίνησις" в других словарях:
περιδίνησις — whirling round fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδινήσει — περιδίνησις whirling round fem nom/voc/acc dual (attic epic) περιδινήσεϊ , περιδίνησις whirling round fem dat sg (epic) περιδίνησις whirling round fem dat sg (attic ionic) περιδῑνήσει , περιδινέω aor subj act 3rd sg (epic) περιδῑνήσει ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδινήσεις — περιδίνησις whirling round fem nom/voc pl (attic epic) περιδίνησις whirling round fem nom/acc pl (attic) περιδῑνήσεις , περιδινέω aor subj act 2nd sg (epic) περιδῑνήσεις , περιδινέω fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδίνησιν — περιδίνησις whirling round fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδίνηση — η / περιδίνησις, ήσεως, ΝΜΑ [περιδινώ] περιστροφή, κυκλοτερής κίνηση, στροβιλισμός (α. «περιδίνησις τοῡ ἀέρος» β. «περιδίνησις τροχοῡ» γ. «περιδίνησις τρυπάνου») νεοελλ. (αεροπ.) είδος ακροβασίας κατά την οποία το αεροσκάφος πραγματοποιεί… … Dictionary of Greek
χαλκισμός — ὁ, Α [χαλκίζω] είδος παιχνιδιού, η χαλκίνδα* («ἦν ὁ χαλκισμὸς ὀρθοῡ νομίσματος στροφὴ καὶ σύντονος περιδίνησις, μεθ ἧν ἔδει τὸν παίζοντα ἐπέχειν ὀρθῷ τῷ δακτύλῳ τὸ νόμισμα εἰς ὅσον τάχος πρὶν ἢ καταπέσειν καὶ ὁ τοῡτο ἀνύσας ἐκράτει τὸν χαλκισμὸν… … Dictionary of Greek
περιδινήσεως — περιδινήσεω̆ς , περιδίνησις whirling round fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)